Κατάρρευση Λαϊκής λόγω ανεπάρκειας Κεντρικής Τράπεζας

Κατάρρευση Λαϊκής λόγω ανεπάρκειας Κεντρικής Τράπεζας

7 Δεκεμβρίου 2014

Λευκωσία:  Στον αυτόματο πιλότο φαίνεται ότι ήταν τα πράγματα την κρίσιμη 2007 – 2011, αφού οι αποφάσεις που πάρθηκαν και ο ανεπαρκής εποπτικός έλεγχος οδήγησε τη Λαϊκή Τράπεζα σε πορεία κατάρρευσης, με όλα τα γνωστά τραγικά συνεπακόλουθα για την κυπριακή οικονομία. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο κ. Ανδρέας Φιλίππου σε άρθρο του στον «Φ», ο οποίος διετέλεσε μη εκτελεστικός πρόεδρος στη Λαϊκή Τράπεζα την περίοδο 7/8/2012 – 15/3/2013 και επί σειρά ετών πρώην πρώτος Ανώτερος Διευθυντής του Τμήματος Τραπεζικής Εποπτείας στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Με αφορμή όσα είπε ο πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Αθανάσιος Ορφανίδης σε συνέντευξή του στο ΡΙΚ, ο κ. Φιλίππου υποστηρίζει ότι αναφέρθηκαν πολλές ανακρίβειες και εσφαλμένες απόψεις, για κύρια ζητήματα όπως την κατάσταση της Λαϊκής Τράπεζας επί Ορφανίδη, την αύξηση του ELA και γενικότερα για το τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε.

Μεταξύ άλλων ο κ. Φιλίππου, αναφέρει πως:

► πριν τη λήξη της θητείας του κ. Ορφανίδη η Λαϊκή τράπεζα βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ώστε οι εξωτερικοί ελεγκτές, για να υπογράψουν τους λογαριασμούς του 2011, ζήτησαν και πήραν επιστολή υποστήριξης από την κυβέρνηση
► περί τα μέσα Μαΐου 2012, δηλαδή δυόμισι μόνο εβδομάδες μετά την αποχώρηση του κ. Ορφανίδη, η Λαϊκή Τράπεζα αναγκάστηκε να  καταφύγει στην κυβέρνηση ζητώντας επείγουσα οικονομική στήριξη
► Επί προεδρίας Σαρρή και Φιλίππου στη Λαϊκή, η Τράπεζα δεν προέβη σε κανένα σημαντικό δανεισμό ούτε άλλους κινδύνους ανέλαβε που θα μπορούσαν να της δημιουργήσουν ζημιά
► Τα σοβαρά προβλήματα της Λαϊκής υφίσταντο πριν αποχωρήσει ο κ. Ορφανίδης από την Κεντρική Τράπεζα, δυστυχώς όμως, «απέτυχε να αντιληφθεί έγκαιρα την επερχόμενη κατάρρευση μιας συστημικής τράπεζας, ώστε να λάβει τα δέοντα μέτρα»

Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τον κ. Φιλίππου, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια Αρχή μπορούσε χρησιμοποιώντας τα άρθρα  «7» και «30» της σχετικής νομοθεσίας να εμποδίσει την αγορά ελληνικών ομολόγων ή να τις υποχρεώσει να μειώσουν την έκθεσή τους και να εμποδίσει τη μετατροπή της θυγατρικής τράπεζας της Λαϊκής στην Ελλάδα σε δίκτυο υποκαταστημάτων, όμως δεν το έπραξε. Επίσης, σε σχέση με το τελευταίο ο κ. Φιλίππου διερωτάται κατά πόσον ήταν και παράνομη η απόφαση του δικαστηρίου που επικύρωσε τη διασυνοριακή πράξη, καθώς απαιτείτο η προηγούμενη συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας.

Όπως σημειώνει, η σχετική πράξη μετέφερε την ευθύνη και το κόστος ενδεχόμενης αποζημίωσης των ασφαλισμένων ελληνικών καταθέσεων, (μέχρι €100.000 ανά καταθέτη), από τους ώμους της Ελλάδας στους ώμους της Κύπρου. «Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι ασφαλισμένες καταθέσεις εκεί, στις 30/6/2011, ήταν € 4,4 δισ.», υπογραμμίζει ο κ. Φιλίππου.
Τέλος, σημειώνει πως «η ενσωμάτωση των εργασιών της θυγατρικής στην Ελλάδα αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο στην προσπάθεια να εξευρεθεί επενδυτής για το υγιές μέρος του συγκροτήματος της Λαϊκής, όπως ήταν οι εργασίες της στην Κύπρο. Αν αυτό επιτυγχάνετο, θα αποφεύγονταν οι θλιβερές εξελίξεις του Μαρτίου του 2013», καταλήγει.

Άρθρο του κ. Φιλίππου

«Αναγκάστηκα να δημοσιεύσω αυτό το άρθρο για αποκατάσταση των πολλών ανακριβειών αλλά και εσφαλμένων απόψεων που εκφράστηκαν από τον πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Αθανάσιο Ορφανίδη, σε τηλεοπτική του συνέντευξη στο ΡΙΚ στις 25 Νοεμβρίου 2014.

Ισχυρίζεται κατ’ αρχήν ο κ. Ορφανίδης ότι κατά την περίοδο που ήταν ο ίδιος επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή ώς τις 30 Απριλίου 2012, η Λαϊκή Τράπεζα ήταν φερέγγυα, με βάση τα στοιχεία που η ίδια η Λαϊκή Τράπεζα έθετε ενώπιόν του. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι η Τράπεζα αυτή κατέστη αφερέγγυα επί κ. Πανίκου Δημητριάδη και συγκεκριμένα όταν ήμουν εγώ μη εκτελεστικός πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, δηλαδή κατά την περίοδο μεταξύ του Αυγούστου του 2012 και του Μαρτίου του 2013.

Όσον αφορά στον πρώτο του ισχυρισμό, νομίζω ότι δεν πείθει κανέναν και πρέπει να θεωρηθεί αστείος, νοουμένου ότι:

α) πριν τη λήξη της θητείας του κ. Ορφανίδη η Λαϊκή Τράπεζα βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ώστε οι εξωτερικοί ελεγκτές, για να υπογράψουν τους λογαριασμούς του 2011, ζήτησαν και πήραν επιστολή υποστήριξης από την κυβέρνηση, με την οποία αυτή δεσμευόταν να στηρίξει την Τράπεζα και,
β) περί τα μέσα Μαΐου του 2012, δηλαδή δυόμισι μόνο εβδομάδες μετά την αποχώρηση του κ. Ορφανίδη, η Λαϊκή Τράπεζα αναγκάστηκε να  καταφύγει στην κυβέρνηση ζητώντας επείγουσα οικονομική στήριξη, για να αποφευχθεί η άμεση κατάρρευσή της.

Ο ισχυρισμός του ότι η κατάσταση που οδήγησε τη Λαϊκή Τράπεζα στην κατάρρευση τον Μάρτιο του 2013 δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της δικής μου προεδρίας πρέπει να χαρακτηριστεί τουλάχιστον συκοφαντικός. Από το τέλος Μαΐου 2012, μετά που η κυβέρνηση πρόσφερε οικονομική στήριξη στη Λαϊκή, τόσο επί προεδρίας Μιχάλη Σαρρή όσο και επί δικής μου προεδρίας στη Λαϊκή, η Τράπεζα δεν προέβη σε κανένα σημαντικό δανεισμό ούτε άλλους κινδύνους ανέλαβε που θα μπορούσαν να της δημιουργήσουν ζημιά. Λειτουργούσε με πολύ συντηρητικό τρόπο, με βάση διάταγμα του υπουργού Οικονομικών που εκδόθηκε δυνάμει του Περί της Διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Κρίσεων Νόμου, με κύριο μέλημα την ετοιμασία σχεδίου αναδιάρθρωσης για έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να γίνει εφικτή η ανακεφαλαίωσή της στα πλαίσια του επικείμενου μνημονίου. Άλλες υποχρεώσεις της που απέρρεαν από το Υπουργικό Διάταγμα ήταν η απομόχλευση του ισολογισμού της με τη ρευστοποίηση περιουσιακών της στοιχείων και η μείωση του λειτουργικού της κόστους. Οι στόχοι αυτοί πράγματι εκπληρώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Είναι φανερό ότι τα σοβαρά προβλήματα της Λαϊκής υφίσταντο πριν αποχωρήσει ο κ. Ορφανίδης από την Κεντρική Τράπεζα. Υπενθυμίζω μόνο τον επιτόπιο έλεγχο της θυγατρικής της τράπεζας στην Ελλάδα του Μαρτίου του 2009 από το Τμήμα Εποπτείας της Κεντρικής Τράπεζας, που ανέδειξε πολλαπλά προβλήματα. Δυστυχώς ο κ. Ορφανίδης απέτυχε να αντιληφθεί έγκαιρα την επερχόμενη κατάρρευση μιας συστημικής τράπεζας, ώστε να λάβει τα δέοντα μέτρα. Τα μεγάλα προβληματικά δάνεια, η τεράστια επένδυση στα τοξικά ελληνικά ομόλογα και η μετατροπή της θυγατρικής τράπεζας στην Ελλάδα σε δίκτυο υποκαταστημάτων, είναι, κατά γενική ομολογία, οι κύριοι λόγοι της καταστροφής της Τράπεζας. Αυτά έγιναν όχι τους τελευταίους μήνες, επί δικής μου προεδρίας, αλλά μεταξύ των ετών 2007-2011, όταν επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή της εποπτικής Αρχής που είχε ευθύνη για τις τράπεζες, ήταν ο κ. Ορφανίδης.
Ο ισχυρισμός του κ. Ορφανίδη ότι η Λαϊκή Τράπεζα κατέστη αφερέγγυα επί δικής μου πρoεδρίας «σε κάποια χρονική στιγμή», την οποία όμως δεν καθορίζει και επομένως η παραχώρηση του ΕLA από την Κεντρική Τράπεζα μετά τη στιγμή αυτή ήταν παράνομη, είναι απολύτως λανθασμένος και παραπλανητικός. Μέχρι το τέλος η Τράπεζα είχε θετικό κεφάλαιο (equity), σύμφωνα με τους μηνιαίους λογαριασμούς που ετοίμαζε η Οικονομική Διεύθυνσή της. Το κεφάλαιο αυτό ανερχόταν στις 28/2/2013 στα €200 εκατ. Και αυτό μετά που η Τράπεζα είχε προβεί στη διαγραφή άυλων στοιχείων ενεργητικού (goodwill) αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα αναμενόταν εύλογα η ανακεφαλαίωσή της μέσα στα πλαίσια του επικείμενου μνημονίου. Επιπρόσθετα υπήρχε και η γραπτή δέσμευση του Κράτους να τη στηρίξει προσωρινά, για να αντιμετωπίσει τις άμεσες ανάγκες κεφαλαίου και ρευστότητας.

Υπερδανεισμένη πριν τον ELA η Λαϊκή

Η μεταφορά του ELA της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου δεν συνιστά ένδειξη ανεπάρκειας εξασφαλίσεων, όπως εικάζει ο κ. Ορφανίδης. Έγινε διότι η Κεντρική Τράπεζα δεν είναι εμπορική τράπεζα και ως εκ τούτου δεν διαθέτει τους μηχανισμούς είσπραξης των δανείων από τα οποία αναμένετο να αποπληρωθεί ο ELA. Ο ΕLA λοιπόν της Λαϊκής έπρεπε για πρακτικούς λόγους να μεταφερθεί σε άλλη τράπεζα, που θα αναλάμβανε τα δάνεια και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία που τον εξασφαλίζουν.

Παρενθετικά αναφέρω ότι ο δανεισμός της Λαϊκής από το Ευρωσύστημα ανερχόταν τον Μάρτιο του 2013 σε €9,5 δισ. εξ ολοκλήρου με τη μορφή του ELA. Το αντίστοιχο ποσό κατά τον Δεκέμβριο του 2011 ήταν € 9,3 δισ. και αποτελείτο εν μέρει από ΕLA και εν μέρει από ECB financing. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας μου ο ELA παρέμεινε σταθερός (€9,6 δισ. στις 7/8/2012 και €9,5 δισ. στις 15/3/2013).

Διατείνεται επίσης ο κ. Ορφανίδης ότι η κυβέρνηση Χριστόφια με διόρισε πρόεδρο του Δ.Σ. όταν η Λαϊκή περιήλθε υπό τον έλεγχο του κράτους, για να ελέγχει μέσω μου την Τράπεζα, υπονοώντας ότι είμαι κομματικός οπαδός του ΑΚΕΛ. Δηλώνω ότι δεν υπήρξα ποτέ οπαδός οποιουδήποτε κόμματος ούτε εγώ ούτε άλλο μέλος της οικογένειάς μου. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζω ότι, όταν η Τράπεζα έγινε κατ’ ουσία κρατική, πρόεδρος του Δ.Σ. ήταν ο κ. Μ. Σαρρής, ο οποίος παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τον Αύγουστο του 2012. Εγώ ανέλαβα ως μη εκτελεστικός πρόεδρος μετά την αποχώρηση του κ. Σαρρή όχι με διορισμό από την κυβέρνηση αλλά με εκλογή από τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. Επισημαίνω επίσης ότι ως μη εκτελεστικός πρόεδρος ήμουν ισότιμος με όλα τα άλλα μη εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ. με τις ίδιες εξουσίες και ευθύνες. Ο κ. Ορφανίδης θα έπρεπε να γνωρίζει ποιες ακριβώς είναι οι αρμοδιότητες του μη εκτελεστικού προέδρου μιας κυπριακής τράπεζας, όπως αυτές περιγράφονται στη σχετική Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας, της οποίας προΐστατο ως Διοικητής.

Από θυγατρική σε υποκατάστημα

Η μετατροπή της θυγατρικής τράπεζας της Λαϊκής στην Ελλάδα σε δίκτυο υποκαταστημάτων τον Μάρτιο του 2011, επί κ. Ορφανίδη, είχε πολύ σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την Κύπρο. Οι πιο σημαντικές ήταν οι εξής:
Κατ’ αρχήν μετέφερε την ευθύνη και το κόστος ενδεχόμενης αποζημίωσης των ασφαλισμένων ελληνικών καταθέσεων, (μέχρι €100.000 ανά καταθέτη), από τους ώμους της Ελλάδας στους ώμους της Κύπρου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι ασφαλισμένες καταθέσεις εκεί, στις 30/6/2011, ήταν € 4.4 δισ.

Μετέφερε επίσης την ευθύνη παροχής ρευστότητας για τις εργασίες της Ελλάδας από την Τράπεζα της Ελλάδας στην Κύπρο. Ένα μεγάλο μέρος του ELA που παραχωρήθηκε στη Λαϊκή από την Κεντρική Τράπεζα διοχετεύθηκε ως παροχή ρευστότητας στα υποκαταστήματα στην Ελλάδα. Η παροχή ELA προς τη Λαϊκή Τράπεζα ξεκίνησε έξι μήνες περίπου μετά την πιο πάνω μετατροπή.
Τέλος, η ενσωμάτωση των εργασιών της θυγατρικής στην Ελλάδα αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο στην προσπάθεια να εξευρεθεί επενδυτής για το υγιές μέρος του συγκροτήματος της Λαϊκής, όπως ήταν οι εργασίες της στην Κύπρο. Αν αυτό επιτυγχάνετο, θα αποφεύγονταν οι θλιβερές εξελίξεις του Μαρτίου του 2013.

Δεν έκανε τίποτε ο Διοικητής

Στην τηλεοπτική του εμφάνιση ο κ. Ορφανίδης παρουσιάζει το θέμα αυτό ως ήσσονος σημασίας. Επίσης ότι ήταν πέρα από τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας, επειδή, όπως ισχυρίζεται, η μετατροπή επικυρώθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και εύλογα διερωτάται κάποιος γιατί ο κ. Ορφανίδης δεν χρησιμοποίησε το δικαίωμα που του έδινε ο Περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμος 1997-2011.

Το άρθρο 7 του Νόμου αυτού απαγορεύει σε τράπεζα που συστάθηκε στη Δημοκρατία να εγκαθιστά ή να διατηρεί υποκατάστημα εκτός της Δημοκρατίας χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.

Το άρθρο αυτό επομένως ξεκάθαρα καταδεικνύει ότι η Κ.Τ. είχε το δικαίωμα να εμποδίσει τη μετατροπή της θυγατρικής τράπεζας στην Ελλάδα σε δίκτυο υποκαταστημάτων, διότι με μια τέτοια μετατροπή η Λαϊκή Τράπεζα θα αποκτούσε υποκαταστήματα στην Ελλάδα, δηλαδή εκτός Κύπρου, πράγμα που χωρίς αμφιβολία προαπαιτούσε την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας. Αν δε η επικύρωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου έγινε καθ’ υπέρβαση του άρθρου 7 του Νόμου, δηλαδή χωρίς έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα, τότε εγείρεται θέμα εγκυρότητάς της. Θα πρέπει να διευκρινιστεί αν πράγματι ο Διοικητής έδωσε έγκριση βάσει του άρθρου 7 και με ποια κριτήρια. Αν πάλι τέτοια έγκριση δεν δόθηκε, τότε εγείρεται το ερώτημα αν αντέδρασε η Κεντρική Τράπεζα με νομικές διαδικασίες και ποιες ήταν αυτές.

Οι φοβερές για την Κύπρο συνέπειες που έφερε η αλλαγή του καθεστώτος της θυγατρικής τράπεζας στην Ελλάδα γίνονται ακόμα πιο τραγικές με τη σκέψη ότι η Κεντρική Τράπεζα όφειλε και μπορούσε εύκολα να την εμποδίσει.

Ελληνικά ομόλογα

Τέλος και η τεράστια επένδυση στα ελληνικά ομόλογα θα μπορούσε να περιοριστεί αποτελεσματικά με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 30 του Νόμου, παρά τις δικαιολογίες του κ. Ορφανίδη ότι τα χέρια της Κεντρικής Τράπεζας ήταν δεμένα.

Το άρθρο αυτό δίνει το δικαίωμα στην Κεντρική Τράπεζα να επιβάλει σε μια τράπεζα οποιαδήποτε μέτρα κρίνει αναγκαία για την προστασία της φερεγγυότητάς της και των καταθετών της. Δικαιούται μεταξύ άλλων να περιορίσει τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, να απαιτήσει μείωση κινδύνου που ενέχουν οι εργασίες της, ακόμη να απαιτήσει και απόλυση διοικητικών συμβούλων και διευθυντικού προσωπικού. Σαφώς, λοιπόν, το Άρθρο 30 έδινε στην Κεντρική Τράπεζα την εξουσία όχι απλά να προτρέψει αλλά και να επιβάλει στις τράπεζες να περιορίσουν την έκθεσή τους στα ελληνικά ομόλογα, σε περίοδο μάλιστα που τα ομόλογα αυτά καθίσταντο τοξικά στις διεθνείς αγορές.

Η άποψη ότι τα ελληνικά ομόλογα ήταν μηδενικού κινδύνου ήλθε τελικά σε τραγική αντίθεση με τις απόψεις των χρηματαγορών, που με την απόρριψη («σκουπιδοποίηση») των ελληνικών ομολόγων απέδειξαν την πλάνη του δήθεν «μηδενικού» κινδύνου. Η θεωρία του μηδενικού κινδύνου αφορά μόνο τους κανόνες της Βασιλείας σχετικά με την κεφαλαιουχική επάρκεια των τραπεζών. Τα κρατικά ομόλογα των χωρών-μελών της Ευρωζώνης συνεχίζουν να έχουν κίνδυνο χώρας (country risk) και κίνδυνο επιτοκίου. Δεν υπάρχει κανένας Κανονισμός ή Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που να απαγορεύει σε μια εποπτική Αρχή χώρας-μέλους να θέτει περιορισμούς στην έκθεση τραπεζών που εποπτεύει σε ομόλογα άλλης χώρας-μέλους. Άλλωστε η ίδια η Κεντρική Τράπεζα τον Σεπτέμβρη του 2007 εξέδωσε εγκύκλιο σχετικά με τον κίνδυνο χώρας. Μια απλή εφαρμογή των προνοιών αυτής της εγκυκλίου βάσει του άρθρου 30 , θα απέτρεπε την επένδυση-μαμούθ στα ελληνικά ομόλογα και τη ζημιά που επακολούθησε.

Αυτά προς αποκατάσταση της αλήθειας και ενημέρωση της κοινής γνώμης».

Πηγή: Ο Φιλελεύθερος

Share this post

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *